κνεφάζω
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
English (LSJ)
(κνέφας)
A cloud over, obscure, A.Ag.131 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1459] verdunkeln, Aesch. Ag. 132 μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ στόμιον Τροίας.
Greek (Liddell-Scott)
κνεφάζω: μέλλ. -άσω, (κνέφας) ἐπικαλύπτω διὰ νέφους, ἀμαυρώνω, σκοτίζω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 134.