δωδεκάφυλος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A of twelve tribes, τὸ δ. the twelve tribes of Israel, Act.Ap.26.7.
German (Pape)
[Seite 694] von zwölf Stämmen; Or. Sib.; τὸ δ., die zwölf Stämme, N. T., K. S.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάφῡλος: -ον, ὁ εἰς δώδεκα φυλὰς διῃρημένος, τὸ δ., αἱ δώδεκα φυλαὶ τοῦ Ἰσραήλ, Πράξ. Ἀποστ. κϚ΄, 7· λαὸς ὁ δ. Χρ. Σιβ. 2. 171.