καταπειλέω

From LSJ
Revision as of 10:51, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰπειλέω Medium diacritics: καταπειλέω Low diacritics: καταπειλέω Capitals: ΚΑΤΑΠΕΙΛΕΩ
Transliteration A: katapeiléō Transliteration B: katapeileō Transliteration C: katapeileo Beta Code: katapeile/w

English (LSJ)

strengthd. for ἀπειλέω, κ. ἔπη

   A use threatening words, S.OC659; ἀκραιφνεῖς τῶν κατηπειλημένων by the threats uttered, ib. 1147.

German (Pape)

[Seite 1368] dagegen drohen, bedrohen; ἔπη, Drohworte ausstoßen, Soph. O. C. 665; τὰ κατηπειλημένα 1149; Sp., wie Eumath., auch im med.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰπειλέω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἀπειλέω, κ. ἔπη, μεταχειρίζομαι ἀπειλητικοὺς λόγους, Σοφ. Ο. Κ. 659·- Παθ., ἀκραιφνεῖς τῶν κατηπειλημένων, ἀβλαβεῖς ἐκ τῶν ἐκτοξευθεισῶν ἀπειλῶν ἢ ἐκείνων ἅτινα ἠπειλήθησαν κατ’ αὐτῶν, αὐτόθι 1147·- Μέσ., τινά τινι, φοβερίζω τινὰ μέ τι, ὅσα με κατηπειλεῖτο καὶ χειρὶ καὶ γλώσσῃ Εὐμάθ. σ. 309.