βούπρηστις
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
ιδος or εως, ἡ, (πρήθω)
A poisonous beetle, which being eaten by cattle in the grass causes them to swell up and die, Hp.Nat.Mul. 32, Arist.Fr.376, Nic.Al.346, Dsc.2.61. II hare's ear, Bupleurum protractum, Thphr.HP7.7.3.
German (Pape)
[Seite 459] ιδος, ἡ, 1) ein giftiger Käfer, der, verschluckt, die Ochsen anschwellen macht, Nic. Al. 346; Hippocr. – 2) eine Gemüseart.
Greek (Liddell-Scott)
βούπρηστις: ιδος ἢ εως, ἡ, (πρήθω) εἶδος δηλητηριώδους κανθαρίδος, ἥτις τρωγομένη ὑπὸ βοῶν μετὰ τοῦ χόρτου ἐπιφέρει εἰς αὐτοὺς ἐξοίδησιν τοῦ σώματος καὶ θάνατον, Ἱππ. 573. 14 κἑκ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 338, Νικ. Ἀλ. 346, Διοσκ. 2. 66. ΙΙ. εἶδος λαχάνου, Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 7, 3.