κλεψίφρων
From LSJ
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (φρήν)
A dissembling, Ἑρμῆς h.Merc.413. II = κλεψίνοος, Man.1.93.
German (Pape)
[Seite 1449] ονος, = κλεψίνοος; H. h. Herc. 413; Man. 1, 93.
Greek (Liddell-Scott)
κλεψίφρων: -ον, (φρήν), ἐξαπατῶν, ὑποκρινόμενος, ἄγνοιαν προσποιούμενος, Ἑρμῆς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 413. ΙΙ. = κλεψίνοος, Μανέθων 1. 93.