κλεψίφρων

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεψίφρων Medium diacritics: κλεψίφρων Low diacritics: κλεψίφρων Capitals: ΚΛΕΨΙΦΡΩΝ
Transliteration A: klepsíphrōn Transliteration B: klepsiphrōn Transliteration C: klepsifron Beta Code: kleyi/frwn

English (LSJ)

κλεψίφρον, gen. ονος, (φρήν)
A dissembling, Ἑρμῆς h.Merc.413.
II = κλεψίνοος, Man.1.93.

German (Pape)

[Seite 1449] ονος, = κλεψίνοος; H. h. Herc. 413; Man. 1, 93.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 qui cache sa pensée, dissimulé, fourbe;
2 qui égare l'esprit.
Étymologie: κλέπτω, φρήν.

Russian (Dvoretsky)

κλεψίφρων: 2, gen. ονος скрывающий свои мысли, скрытный или коварный, лукавый (Ἑρμῆς HH).

Greek (Liddell-Scott)

κλεψίφρων: -ον, (φρήν), ἐξαπατῶν, ὑποκρινόμενος, ἄγνοιαν προσποιούμενος, Ἑρμῆς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 413. ΙΙ. = κλεψίνοος, Μανέθων 1. 93.

Greek Monolingual

κλεψίφρων, -ον (Α)
1. αυτός που προσποιείται άγνοια
2. κλεψίνους, απατηλός, δολερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -φρων (< φρήν), πρβλ. δαμασίφρων, λυσίφρων. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].

Greek Monotonic

κλεψίφρων: -ον (φρήν), αυτός που εξαπατά, υποκριτής, προσποιείται, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

κλεψί-φρων, ον, φρήν
deceiving, dissembling, Hhymn.