τελωνία
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
ἡ,
A office of τελώνης: tax-farming, D.21.166; τελώνας (leg. τελωνίας) καὶ βιαίους πράξεις ἀποτελεῖ Vett.Val.2.11.
German (Pape)
[Seite 1089] ἡ, = τελωνεία, Dem. 21, 166 u. Sp., wie D. Cass.
Greek (Liddell-Scott)
τελωνία: ἡ, τὸ ἔργον ἢ ὑπούργημα τοῦ τελώνου· ἡ ἐκμίσθωσις, εἴσπραξις τῶν δημοσίων προσόδων, Δημ. 568. 7. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.