ἑτερομήτωρ
From LSJ
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ, = foreg., Sch.A.R.4.223.
German (Pape)
[Seite 1049] ορος, von einer andern Mutter, Schol. Ap. Rh. 4, 223.
Greek Monolingual
ἑτερομήτωρ, ὁ, ἡ (Α)
ο ετερομήτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. παμ-μήτωρ].