κάραγος

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάραγος Medium diacritics: κάραγος Low diacritics: κάραγος Capitals: ΚΑΡΑΓΟΣ
Transliteration A: káragos Transliteration B: karagos Transliteration C: karagos Beta Code: ka/ragos

English (LSJ)

ο τραχὺς ψόφος, οἷον πρι<όντ>ων, Hsch. καραδάλη· ἀρμενοθήκη, Id.

German (Pape)

[Seite 1325] ὁ, ein scharfer, greller Ton, wie der Sägen, Hesych.

Greek Monolingual

κάραγος, ὁ (Α)
τραχύς ήχος σαν πριόνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται κατά πάσαν πιθανότητα με τα κράζω, κέκραγα (πρβλ. ταραχή, τάραχος: τέτρηχα)].