ἰσχνοκαλαμώδης
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
ες,
A with slender reed, Eust.1165.12.
German (Pape)
[Seite 1272] ες, mit seinem, spitzem Rohr, Schol. Il. 18, 576.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχνοκᾰλᾰμώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων ἰσχνοὺς καλάμους, ἐπὶ ποταμοῦ, περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Σ. 576 παρὰ ῥοδανόν δονακῆα, περὶ οὗ ὁ Εὐστ. ἐν τόπῳ λέγει: εἰσὶ δὲ τινος οἱ φασιν ὑφ’ ἕν ῥοδανον -δονακῆα, ἤγουν ἰσχνοκαλαμώδη».