ῥοδών
From LSJ
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A rose-bed, AP5.35 (Rufin.), POxy.729.32 (ii A.D.). II pl. ῥοδῶνες,= ἄνεμοι ὀρνιθίαι, λευκόνοτοι, at Alexandria, Olymp. in Mete.177.21.
German (Pape)
[Seite 847] ῶνος, = ῥοδεών, so vermuthet Jacobs bei Rufin. 3 (V, 36) für ῥόδων.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοδών: ῶνος = ῥοδεών, Ἀνθ. Π. 5. 36 (ἐξ εἰκασίας τοῦ Ἰακωψίου). ΙΙ. ἴδε ῥόδον ΙΙ.