ἀνθρωποφθόρος
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ον,
A destroying men, gloss on βροτολοιγός, Sch.Il.5.31.
German (Pape)
[Seite 235] Menschen verderbend, Sp., Hesych. auch φθορεύς.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποφθόρος: -ον, (φθείρω) ὁ φθείρων, δηλ. ὁ καταστρέφων ἀνθρώπους, πρὸς ἐξήγησιν τοῦ βροτολοιγός, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 31.