ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
[Seite 282] τό, dim. von ξύλον, Stückchen Holz, vgl. Lob. Phryn. 78.
ξυλύφιον: ἴδε ξυλήφιον.