ψευδοκλησία
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
German (Pape)
[Seite 1394] ἡ, u. ψευδόκλησις, ἡ, = ψευδοκλητεία; B. A. 317; Harpocr.
Greek Monolingual
και ψευδόκλησις, -ήσεως, ἡ, Α
ψευδοκλητεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + κλήσις + κατάλ. -ία].