ἀροτρευτήρ
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A = ἀροτήρ, ἀρούρης AP9.299 (Phil.); πόντου ib.242 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 357] ῆρος, ὁ, der Pflüger; πόντου, Schiffer, Antiphil. 41 (IX, 242).
Greek (Liddell-Scott)
ἀροτρευτήρ: ὁ, = ἀροτήρ, ταῦροι .. ἀροτρευτῆρες ἀρούρης Ἀνθ. Π. 9. 299· πόντου ἀροτρευτὴρ ἐπιδέξιος αὐτόθι 242.