ἔμπρησις
From LSJ
Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen
English (LSJ)
εως, Ion. -ιος, ἡ,
A burning, Hdt.8.55, D.H.4.40; οἰκιῶν Pl.R.470a: pl., ἐμπρήσεις οἰκιῶν Aeschin.3.157. II inflammation, Gal.12.693.
German (Pape)
[Seite 817] ἡ, das Anzünden, Verbrennen; Her. 8, 55; οἰκιῶν Plat. Rep. V, 470 a; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπρησις: -εως, Ἰων. -ιος, ἡ, ἐμπρησμός, πυρπόλησις, Ἡρόδ. 8. 55, Πλάτ. Πολ. 470Α· κατὰ πληθυντ., ἐμπρήσεις οἰκιῶν Αἰσχίν. 76. 3.