ἀνεπίκλητος
From LSJ
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
ον,
A free from blame, unimpeachable, X.Cyr. 2.1.22; πίστις J.AJ18.9.4: Comp. -ότερος X.Ages.1.5. Adv. -τως D.C.39.22. II without preferring any charge. Adv. -τως Th.1.92.
German (Pape)
[Seite 224] untadelhaft, Xen. Cyr. 2, 1, 22 (besser als die v. l. ἀνεπίπληκτος u. ἀνεπίληπτος). – Adv. -ήτως, Thuc. 1, 92.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίκλητος: -ον, ὁ μὴ ψεγόμενος, μὴ κατηγορούμενος, ἀνεπίληπτος, ἄμεμπτος, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 22: - Συγκρ. -ότερος ὁ αὐτ. Ἀγησ. 1, 5: - Ἐπίρρ. ἀνεπικλήτως = ἀνεγκλήτως, Θουκ. 1. 92, Δίων Κ. 39. 22.