ἐμπήκτης

From LSJ
Revision as of 10:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπήκτης Medium diacritics: ἐμπήκτης Low diacritics: εμπήκτης Capitals: ΕΜΠΗΚΤΗΣ
Transliteration A: empḗktēs Transliteration B: empēktēs Transliteration C: empiktis Beta Code: e)mph/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who sticks up judicial notices, Arist.Ath.64.2, al.

German (Pape)

[Seite 812] ὁ, der Gesetze od. Verfügungen der Behörden öffentlich anheftet, um sie bekannt zu machen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπήκτης: -ου, ὁ ἐμπήγων ἐπὶ τοῦ πρὸς τοῦτο ξύλου πινακίδια δικαστικῶν ἀποφάσεων, «ὁ τὰ δικαστικὰ γραμματείδια παρὰ τοῦ θεσμοφόρου λαμβάνων ὑπηρέτης καὶ πήσσων εἰς τὴν κανονίδα» Ἡσύχ., Ἀριστ. Πολιτ. Ἀθηναίων 95. 11., 98. 18 (ἔκδ. Blass).