ὑπεροίομαι

Revision as of 10:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

   A to be very self-conceited, aor. part. -ησάμενοι, Hsch.:— also ὑπεροιάζομαι, Phot., Suid., prob. in Hsch.

German (Pape)

[Seite 1199] (s. οἴομαι), eine übermäßige Meinung von sich haben, überaus eingebildet von sich sein, VLL., die es ὑπερηφανεύομαι erklären.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεροίομαι: ἀποθ., εἶμαι λίαν οἰηματίας, «ὑπεροιησάμενοι· ὑπερηφανοῦντες» Ἡσύχ.: ὡσαύτως ὑπεροιάζομαι, «ὑπεροιαζομένου, ὑπερηφανευομένου» Φώτ., Σουΐδ.