ἐπωθέω
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
A push on, impel, ἐπὶ ῥίον ὦσεν ἄναξ h.Ap.382, cf. Arist.Mete. 370b23, Pr.915a2, Arr.Tact.16.13 ; ἐ. ὁρμήν Agatharch.14 ; παχὺν ἐ. τῷ σιδήρῳ τὸν κοντόν dub.l. in Plu.Crass.27. 2 Pass., of tumours, to be brought to a head, v.l. in Hp.Epid.7.105.
German (Pape)
[Seite 1015] (s. ὠθέω), dahin, dazu stoßen, drängen, ὄπισθεν Plut. Agis 19, τὸν κοντὸν εἰς τοὺς ἱππέας Crass. 27, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπωθέω: ἐπωθῶ, σπρώχνω, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1. 4, Προβλ. 16. 8, 7· οὐ τοῦ τὴν ὁρμὴν ἐπώσοντος δεῖται Ἀγαθαρχίδης ἐν Φωτ. Βιβλ. 445. 19. 2) ἐμπήγω μὲ δύναμιν, ἐπωθούντων τῷ σιδήρῳ τὸν κοντὸν εἰς τοὺς ἱππεῖς Πλουτ. Κράσσ. 27·