καταξηραίνω
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
A dry up, Arist.GA772a12; θάλατταν LXXJo.2.10:— Pass., Pl.Ti.76a, Arist.Mete.340b1.
German (Pape)
[Seite 1367] ausdörren, austrocknen; Plat. Tim. 75 e; Arist. Meteorl. 1, 3; κατεξηράνθαι S. Emp. adv. astrol. 62.
Greek (Liddell-Scott)
καταξηραίνω: ἐντελῶς ξηραίνω, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 30.- Παθ., Πλάτ. Τίμ. 76Α, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 18· κατεξηράνθαι Θεόφρ. κατεξηραμμένου τοῦ σώματος ὁ αὐτ.