χρυσώπης
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
German (Pape)
[Seite 1383] ὁ, fem. χρυσῶπις, = Folgdm; χρυσῶπα, als voc., Bacchus, Eur. Bacch. 553 (aber nach Herm. acc., mit θύρσον zu verbinden); das fem., Λητώ, Ar. Th. 321; auch χρυσώπιδες ἰχθύες ἐλλοί, poet. bei Ath. VII, 277 d.
Greek Monolingual
ὁ, Α
χρυσωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ώπης (< θ. οπ- του όπωπα), πρβλ. βλοσυρ-ώπης].