χρυσώπης

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

German (Pape)

[Seite 1383] ὁ, fem. χρυσῶπις, = Folgdm; χρυσῶπα, als voc., Bacchus, Eur. Bacch. 553 (aber nach Herm. acc., mit θύρσον zu verbinden); das fem., Λητώ, Ar. Th. 321; auch χρυσώπιδες ἰχθύες ἐλλοί, poet. bei Ath. VII, 277 d.

Greek Monolingual

ὁ, Α
χρυσωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ώπης (< θ. οπ- του όπωπα), πρβλ. βλοσυρώπης].