χρυσωπός

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσωπός Medium diacritics: χρυσωπός Low diacritics: χρυσωπός Capitals: ΧΡΥΣΩΠΟΣ
Transliteration A: chrysōpós Transliteration B: chrysōpos Transliteration C: chrysopos Beta Code: xruswpo/s

English (LSJ)

χρυσωπόν, (ὤψ)
A with golden eyes or face, beaming like gold, of the sun, E.El.740 (lyr.), cf. Corn.ND32; αἰθήρ S.Fr.[1128].
2 gold-coloured, Plu.Sull.6; μάργαρος Ael.NA15.8 (Comp.).
II a fish, = χρύσοφρυς, Plu.2.977f.

German (Pape)

[Seite 1383] 1) mit goldenen Augen, goldenem Gesicht, goldfarbig; ἀελίου χρυσωπὸν ἕδραν Eur. El. 740; Plut. Sull. 6. – 2) ein Fisch, sonst χρύσοφρυς, Plut. sol. anim. 26.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
v. χρυσῶπις.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσωπός: [ὤψ] сияющий золотом (ἀελίου ἕδρα Eur.): τὸ περὶ τὴν κόμην χρυσωπόν Plut. золотой цвет волос.
II ὁ Plut. = χρύσοφρυς.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσωπός: -όν, (ὤψ) ὁ ἔχων χρυσοῦς ὀφθαλμοὺς ἢ πρόσωπον λάμπον ὡς χρυσός, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Εὐρ. Ἠλ. 740· αἰθὴρ Ψευδοσοφοκλ. παρ’ Ἰουστίνῳ Μάρτ. 105D. 2) ὁ χρυσοῦς τὸ χρῶμα, Πλουτ. Σύλλ. 6· ἴδε χρυσώψ. ΙΙ. ἰχθύς τις, = χρύσοφρυς, ἢ ἐπίθ. τῆς τρίγλης, ὁ αὐτ. 2. 977Ε, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 104, 105.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χρυσωπός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. θηλ. χρυσῶπις, -ώπιδος, Α
αυτός που έχει λαμπερή εμφάνιση ή χρώμα χρυσοκίτρινο («τὸ περὶ τὴν κόμην χρυσωπόν», Πλούτ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χρυσωπός
ζωολ. γένος νευρόπτερων εντόμων με πρασινωπά ή χρυσίζοντα χρώματα
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει χρυσά μάτια ή όψη που λάμπει σαν το χρυσάφι («θερμὰν ἀελίου χρυσωπὸν ἕδραν», Ευρ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. το ψάρι χρύσοφρυς
2. το θηλ. ως ουσ.χρυσῶπις
α) προσωνυμία της Λητούς
β) είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + -ωπός. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. chrysopa].

Greek Monotonic

χρῡσωπός: -όν (ὤψ)·
I. αυτός που έχει χρυσό πρόσωπο, αυτός που λάμπει, όπως ο χρυσός, σε Ευρ.
II. χρυσόχρωμος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

χρῡσ-ωπός, όν [ὤψ]
I. with golden face, beaming like gold, Eur.
II. gold-coloured, Plut.