χρυσωπός
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
χρυσωπόν, (ὤψ)
A with golden eyes or face, beaming like gold, of the sun, E.El.740 (lyr.), cf. Corn.ND32; αἰθήρ S.Fr.[1128].
2 gold-coloured, Plu.Sull.6; μάργαρος Ael.NA15.8 (Comp.).
II a fish, = χρύσοφρυς, Plu.2.977f.
German (Pape)
[Seite 1383] 1) mit goldenen Augen, goldenem Gesicht, goldfarbig; ἀελίου χρυσωπὸν ἕδραν Eur. El. 740; Plut. Sull. 6. – 2) ein Fisch, sonst χρύσοφρυς, Plut. sol. anim. 26.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
v. χρυσῶπις.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσωπός: [ὤψ] сияющий золотом (ἀελίου ἕδρα Eur.): τὸ περὶ τὴν κόμην χρυσωπόν Plut. золотой цвет волос.
II ὁ Plut. = χρύσοφρυς.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσωπός: -όν, (ὤψ) ὁ ἔχων χρυσοῦς ὀφθαλμοὺς ἢ πρόσωπον λάμπον ὡς χρυσός, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Εὐρ. Ἠλ. 740· αἰθὴρ Ψευδοσοφοκλ. παρ’ Ἰουστίνῳ Μάρτ. 105D. 2) ὁ χρυσοῦς τὸ χρῶμα, Πλουτ. Σύλλ. 6· ἴδε χρυσώψ. ΙΙ. ἰχθύς τις, = χρύσοφρυς, ἢ ἐπίθ. τῆς τρίγλης, ὁ αὐτ. 2. 977Ε, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 104, 105.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χρυσωπός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. θηλ. χρυσῶπις, -ώπιδος, Α
αυτός που έχει λαμπερή εμφάνιση ή χρώμα χρυσοκίτρινο («τὸ περὶ τὴν κόμην χρυσωπόν», Πλούτ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χρυσωπός
ζωολ. γένος νευρόπτερων εντόμων με πρασινωπά ή χρυσίζοντα χρώματα
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει χρυσά μάτια ή όψη που λάμπει σαν το χρυσάφι («θερμὰν ἀελίου χρυσωπὸν ἕδραν», Ευρ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. το ψάρι χρύσοφρυς
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χρυσῶπις
α) προσωνυμία της Λητούς
β) είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + -ωπός. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. chrysopa].
Greek Monotonic
χρῡσωπός: -όν (ὤψ)·
I. αυτός που έχει χρυσό πρόσωπο, αυτός που λάμπει, όπως ο χρυσός, σε Ευρ.
II. χρυσόχρωμος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
χρῡσ-ωπός, όν [ὤψ]
I. with golden face, beaming like gold, Eur.
II. gold-coloured, Plut.