συγκαταστρέφω
From LSJ
English (LSJ)
A bring to an end together, τῇ ἐλευθερίᾳ τὸν βίον Plu.Dem.3. II Med., help to conquer, Th.6.69, Isoc.5.126, IG22.127.44 (iv B.C.), Jul.Ep.9; σ. τὴν ἀρχήν X.Cyr.8.1.8.
German (Pape)
[Seite 966] mit oder zugleich beendigen, τὸν βίον, Plut. Dem. 3. – Med. sich zugleich unterwürfig machen, Thuc. 6, 60, Xen. Cyr. 8, 1, 8 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταστρέφω: φέρω ὁμοῦ εἰς πέρας, τελειώνω ὁμοῦ, τὸν βίον Πλουτ. Δημοσθ. 3. ΙΙ. Μέσ., καθυποτάσσω ὁμοῦ ἢ συγχρόνως, Θουκ. 6. 69, Ἰσοκρ. 107Ε, κτλ.· σ. τὴν ἀρχὴν Ξεν. Κύρ. 8. 1, 18.