συγκαταστρέφω

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταστρέφω Medium diacritics: συγκαταστρέφω Low diacritics: συγκαταστρέφω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: synkatastréphō Transliteration B: synkatastrephō Transliteration C: sygkatastrefo Beta Code: sugkatastre/fw

English (LSJ)

A bring to an end together, τῇ ἐλευθερίᾳ τὸν βίον Plu.Dem.3.
II Med., help to conquer, Th.6.69, Isoc.5.126, IG22.127.44 (iv B.C.), Jul.Ep.9; σ. τὴν ἀρχήν X.Cyr.8.1.8.

German (Pape)

[Seite 966] mit oder zugleich beendigen, τὸν βίον, Plut. Dem. 3. – Med. sich zugleich unterwürfig machen, Thuc. 6, 60, Xen. Cyr. 8, 1, 8 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

terminer en même temps;
Moy. συγκαταστρέφομαι;
1 aider à réduire (d'autres peuples) sous le même joug que soi-même;
2 aider à renverser une domination.
Étymologie: σύν, καταστρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καταστρέφω, Att. ook ξυγκαταστρέφω tegelijk (met...) beëindigen, met acc. en dat.. Plut. Demosth. 3.4. med. helpen te onderwerpen:. σ. τὴν ἀρχήν helpen bij de onderwerping van het rijk Xen. Cyr. 8.1.8.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταστρέφω:
1 одновременно завершать, оканчивать (τὸν βίον Plut.);
2 med. помогать покорить (τινα Thuc.); σ. τινι τὸν πολέμιον Plut. помогать кому-л. одолеть врага;
3 med. содействовать захвату: οἱ συγκαταστρεψάμενοι τὴν ἀρχήν Xen. те, кто содействовал установлению власти (Кира).

Greek Monolingual

ΜΑ
μέσ. συγκαταστρέφομαι
καθυποτάσσω μαζί ή συγχρόνως («τοὺς ἀφισταμένους τῆς ἀρχῆς τῆς βασιλέως συγκαταστρεφόμεθα», Ισοκρ.)
αρχ.
τελειώνω μαζί.

Greek Monotonic

συγκαταστρέφω: μέλ. -ψω,
I. οδηγώ από κοινού στην κατάληξη, αποπερατώνω, τελειώνω μαζί με, σε Πλούτ.
II. Μέσ., κατακτώ από κοινού ή συγχρόνως, σε Θουκ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταστρέφω: φέρω ὁμοῦ εἰς πέρας, τελειώνω ὁμοῦ, τὸν βίον Πλουτ. Δημοσθ. 3. ΙΙ. Μέσ., καθυποτάσσω ὁμοῦ ἢ συγχρόνως, Θουκ. 6. 69, Ἰσοκρ. 107Ε, κτλ.· σ. τὴν ἀρχὴν Ξεν. Κύρ. 8. 1, 18.

Middle Liddell

f ψω
I. to bring to an end together, Plut.
II. Mid. to conquer together or at the same time, Thuc., etc.

Lexicon Thucydideum

una subigere, to subjugate together, 6.69.3.