ἀναδείκνυμι

From LSJ
Revision as of 11:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδείκνῡμι Medium diacritics: ἀναδείκνυμι Low diacritics: αναδείκνυμι Capitals: ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΜΙ
Transliteration A: anadeíknymi Transliteration B: anadeiknymi Transliteration C: anadeiknymi Beta Code: a)nadei/knumi

English (LSJ)

also ἀναδεικνύω Plu.2.417e: lon. aor.

   A -έδεξα Hdt. (v. infr.): pf. -δέδειχα Plb.21.21.3: (v. δείκνυμι):—lift up and show, exhibit, display, πύλας ἀναδεικνύναι display by opening gates, i.e. throw wide the gates, S.El.1458; μυστοδόκος δόμος ἀναδείκνυται Ar.Nu.304; ἀναδέξαι ἀσπίδα hold up shield as signal, Hdt.6.115, 121 sq.; ἀνέδεξε σημήιον τοῖς ἄλλοις ἀνάγεσθαι made signal for them to put to sea, Id.7.128; [Μίλητος] Θαλῆν ἀ., on a statue, Epigr. ap. D.L.1.34.    II notify, esp. proclaim any one as elected to office, αὑτὸν ἀναδεδειχὼς βασιλέα Plb.4.48.3; ἀ. τινὰ μέγιστον make him the greatest man, 22.4.3; ἀνέδειξεν ἑτέρους ἑβδομήκοντα Ev.Luc.10.1:—Pass., ἀναδεδεῖχθαι τὸ ἱερὸν ἄσυλον SIG630.23 (Delph., ii B. C.).    2 dedicate, τῷ Διὶ ταῦρον SIG589.6 (Magn. Mae., ii B. C.); τὴν Πιερίδα ταῖς θεαῖς Str.9.2.25; θέατρον Plu. Pomp.52; ἱερά AP9.340.    3 ἀ. πόλεμον declare war, SIG742.12 (Ephesus, i B. C.).

German (Pape)

[Seite 185] (s. δείκνυμι), 1) auf-, vorzeigen, πύλας, die Thore öffnen, um das Innere zu zeigen. Soph. El. 1450, wo mehrere Aenderungsversuche gemacht sind; vgl. μυστοδόκος δόμος ἀναδείκνυται ἐν τελεταῖς Ar. Nubb. 304; Her. ἀσπίδα ἀναδέξαι, einen Schild hoch heben, als Zeichen, ἀνεδεχθη ἀσπίς, 6, 121. 124; σημεῖον ἀν., ein Zeichen geben, 7, 128; πυρσόν, eine Fackel erheben, Pol. 8, 30. – 2) zu verstehen geben, andeuten, Xen. Hell. 3, 5, 16. – 3) öffentlich wofür erklären, εὐεργέτην, ἐχθρόν τινα, Pol. 1, 80. 2, 46; bekannt, berühmt machen, Xen. Cyr. 8, 7, 23; τινὰ μέγιστον, Pol. 22, 4; bes. zu einem Amte ernennen u. die Ernennung proclamiren, Pol. 4, 48; πόλεμον, D. Hal. 3, 39; widmen, weihen, θέατρον, ἱερόν, Plut. Pomp. 52; Strabo.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδείκνυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -δείξω, Ἰων. δέξω: (ἴδε δείκνυμι). ἀνυψῶ καὶ δεικνύω, ἐπιδείκνυμι, πύλας ἀναδεικνύναι, ἀνοῖξαι τὰς πύλας καὶ δεικνύναι τὰ ἔνδον, Σοφ. Ἠλ. 1458· οὕτω, μυστοδόκος δόμος ἀναδείκνυται Ἀριστοφ. Νεφ. 304· ἀναδέξαι ἀσπίδα, ἀνυψοῦν ἀσπίδα ὡς σημεῖον, Ἡρόδ. 115, 121, κἑξ.· ἀνέδειξε σημήιον τοῖς ἄλλοις ἀνάγεσθαι, ἐποίησε σημεῖον εἰς τοὺς ἄλλους νὰ ἐκπλεύσωσιν, ὁ αὐτ. 7. 128. ΙΙ. καθιστῶ τι γνωστὸν τοῖς πᾶσιν, ἀγγέλλω τι διὰ κηρύγματος, ἀνακηρύττω ἢ καθιστῶ τινα εἴς τι ἀξίωμα, ἀν. τινὰ βασιλέα Πολύβ. 4. 48, 3· ἀναδ. τινὰ μέγιστον, καθιστῶ τινα μέγ., ὁ αὐτ. 22, 4, 3· Θαλῆν ἀν. ἀστρολόγον Ἐπιγρ. παρὰ Διογένει Λ. 1. 34. 2) ἀφιερῶ, καθιερῶ, Λατ. dedicare, Στράβ. 410, Πλουτ. Πομπ. 52· ἱερὰ ἀναδ. Ἀνθ. Π. 9. 340.