κάμπη
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ἡ,
A caterpillar, Hp.Superf.28, Aristopho 10.4, LXXAm.4.9, etc.; of the silk-worm, Arist.HA551b11, Thphr.HP4.14.9. 2 ornament of this shape, dub. in IG12(5).134.13 (Paros). II a fabulous Indian monster, D.S.3.72, Nonn.D.18.237; cf. κάμπος.
German (Pape)
[Seite 1318] ἡ, die Spannenraupe, die sich durch Zusammenkrümmen fortschnellt; Hippocr.; Arist. de incess. an. 9; πτιλόνωτος Antiphan. 8 (IX, 256). – Ein anderes großes Thier in Indien dieses Namens erwähnt D. Sic. 3, 71; ὑψικάρηνος Nonn. D. 18, 237; vgl. Apolld. 1, 2, 1 u. κάμπος.
Greek (Liddell-Scott)
κάμπη: (παροξύτ.), ἡ, «κάμπια», Λατ. eruca, Ἱππ. 263. 36, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ μεταξοσκώληκος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 10, κτλ. ΙΙ. μυθῶδές τι Ἰνδικὸν τέρας, Διόδ. 3. 72, Νόνν. Δ. 18. 237. Πρβλ. κάμπος. (Πρβλ. τὸ ἐν Βέδαις kapanâ (σκώληξ, κάμπη)· ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει περὶ τῆς σχέσεως τῆς λέξεως πρὸς τὸ κάμπτω, ἄν καὶ εἶναι δύσκολον νὰ ἀμφιβάλλῃ τις περὶ αὐτοῦ, πρβλ. τὴν παρατήρησιν τοῦ Ἀριστ. ἐν τῷ π. Ζ. Πορείας 7, 5, τὰ ἄποδα δυσὶ χρώμενα προέρχεται καμπαῖς, κτλ.).