ἐνυβρίζω

From LSJ
Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνυβρίζω Medium diacritics: ἐνυβρίζω Low diacritics: ενυβρίζω Capitals: ΕΝΥΒΡΙΖΩ
Transliteration A: enybrízō Transliteration B: enybrizō Transliteration C: enyvrizo Beta Code: e)nubri/zw

English (LSJ)

   A insult or mock one in a thing, τινά τινι S.Ph.342; τινὰ ἐν κακοῖς E.El.68; μήμου ἐνυβρίξῃς ἁγνὸν τάφον Epigr.Gr.195 (Vaxos).    2 c. dat. pers., insult, γυναιξίν Plb.10.26.3, cf. POxy.237 vi 17 (ii A. D.); εἴς τινα D.S.34.2.    3 abs., Ar.Th.720.    4 in Pass., Medic., of ulcers, to be irritated, Sor.1.120.

German (Pape)

[Seite 860] Einem übermüthig, schmählich begegnen, ihn mißhandeln, τινά τινι, womit, Soph. Phil. 342; absolut, Ar. Ih. 719; ἐν τοῖς ἐμοῖς κακοῖς Eur. El. 68; τινί, Pol. 10, 26, 3 u. öfter, u. a. Sp.; εἴς τινα, Ach. Tat. 6, 12; ὕβριν πᾶσαν, alle Schmach anthun, Hdn. 1, 13, 11. – Pass., gemißhandelt werden, Ath.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνυβρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, φέρομαι ὑβριστικῶς, κακολογῶ, ἐμπαίζω, ἀνιῶ τινα ἔν τινι, τὸ σὸν φράσον... ὅτῳ σ’ ἐνύβρισαν Σοφ. Φιλ. 342· τινὰ ἐν κακοῖς Εὐρ. Ἠλ. 68· μή μου ἐνυβρίσῃς ἁγνὸν τάφον, ὦ παροδῖτα Ἀνθ. Παλ. (παράρτ.) 235. 2) μετὰ δοτ. προσ., προσβάλλω ὑβριστικῶς, ταῖς δὲ μὴ προχείρως συνυπακουούσαις ἐνύβριζε Πολύβ. 10. 26, 3· πράττω ὑβριστικὴν πρᾶξιν εἴς τινα, εἰς δὲ τὰς γυναῖκας οὐδ’ ἔστιν εἰπεῖν ὅσα ἐνύβριζόν τε καὶ ἐνησέλγαινον Διοδ. Ἀποσπ. 527. 57. 3) ἀπολ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 719.