ἐνυβρίζω
English (LSJ)
A insult or mock one in a thing, τινά τινι S.Ph.342; τινὰ ἐν κακοῖς E.El.68; μήμου ἐνυβρίξῃς ἁγνὸν τάφον Epigr.Gr.195 (Vaxos). 2 c. dat. pers., insult, γυναιξίν Plb.10.26.3, cf. POxy.237 vi 17 (ii A. D.); εἴς τινα D.S.34.2. 3 abs., Ar.Th.720. 4 in Pass., Medic., of ulcers, to be irritated, Sor.1.120.
German (Pape)
[Seite 860] Einem übermüthig, schmählich begegnen, ihn mißhandeln, τινά τινι, womit, Soph. Phil. 342; absolut, Ar. Ih. 719; ἐν τοῖς ἐμοῖς κακοῖς Eur. El. 68; τινί, Pol. 10, 26, 3 u. öfter, u. a. Sp.; εἴς τινα, Ach. Tat. 6, 12; ὕβριν πᾶσαν, alle Schmach anthun, Hdn. 1, 13, 11. – Pass., gemißhandelt werden, Ath.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνυβρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, φέρομαι ὑβριστικῶς, κακολογῶ, ἐμπαίζω, ἀνιῶ τινα ἔν τινι, τὸ σὸν φράσον... ὅτῳ σ’ ἐνύβρισαν Σοφ. Φιλ. 342· τινὰ ἐν κακοῖς Εὐρ. Ἠλ. 68· μή μου ἐνυβρίσῃς ἁγνὸν τάφον, ὦ παροδῖτα Ἀνθ. Παλ. (παράρτ.) 235. 2) μετὰ δοτ. προσ., προσβάλλω ὑβριστικῶς, ταῖς δὲ μὴ προχείρως συνυπακουούσαις ἐνύβριζε Πολύβ. 10. 26, 3· πράττω ὑβριστικὴν πρᾶξιν εἴς τινα, εἰς δὲ τὰς γυναῖκας οὐδ’ ἔστιν εἰπεῖν ὅσα ἐνύβριζόν τε καὶ ἐνησέλγαινον Διοδ. Ἀποσπ. 527. 57. 3) ἀπολ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 719.