οὐδαμοῖ
From LSJ
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
English (LSJ)
Adv. of οὐδαμός,
A to no place, no-whither, restd. for οὐδαμοῦ in Ar.V.1188, X.HG5.2.8, An.6.3.16(14); οὐ γὰρ ἤλθομεν οὐ. τῆς Θρᾴκης D.23.166, cf. Hdn.Gr.1.502.—Cf. μηδαμοῖ.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδαμοῖ: Ἐπίρρ. τοῦ οὐδαμός, πρὸς οὐδὲν μέρος ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ οὐδαμοῦ ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 1188, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 8, Ἀν. 6. 1, 16· οὐ γὰρ ἦλθεν οὐδαμοῖ τῆς Θρᾴκης Δημ. 675. 25· πρβλ. Ἀνεκδ. Ὀξ. τ. 1. 418, Ἰων. Ἀλεξ. τονικ. παραγγ. 36. Πρβλ. μηδαμοῖ.
French (Bailly abrégé)
adv.
nulle part avec mouv.
Étymologie: οὐδαμός.