ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Full diacritics: ληθώδης | Medium diacritics: ληθώδης | Low diacritics: ληθώδης | Capitals: ΛΗΘΩΔΗΣ |
Transliteration A: lēthṓdēs | Transliteration B: lēthōdēs | Transliteration C: lithodis | Beta Code: lhqw/dhs |
ες, (λήθη)
A lethargic, ὕπνος Hsch.s.v.κῶμα.
[Seite 38] ες, vergeßlich, νόσος, zur Erkl. von λήθαργος, Thom. Mag.
ληθώδης: -ες, (λήθη) πρόξενος λήθης, Ἡσύχ.
ληθώδης, -ῶδες (Α) λήθη
ληθαργικός.