αὐτόσε
From LSJ
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
English (LSJ)
Adv.
A thither, to the very place, ἀπιέναι v.l. in Hdt.3.124 ; καταβαίνειν Ar.Lys.873; αὐτομολεῖν Th.7.26, etc.; σφενδόνῃ οὐκ ἂν ἐφικοίμην αὐτόσ' Antiph.55.20.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόσε: ἐπίρρ. (αὐτοῦ) εἰς αὐτὸ τὸ μέρος, εἰς αὐτὴν ταύτην τὴν θέσιν, στέλλεσθαι Ἡρόδ. 3. 124· καταβαίνειν Ἀριστοφ. Λυσ. 873· αὐτομολεῖν Θουκ. 7. 26, κτλ.· ἀλλ’ ἐγὼ μὲν σφενδόνῃ οὐκ ἄν ἐφικοίμην αὐτόσ’ Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 19.