προσωπίς
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
προσωπίς: -ίδος, ἡ, = προσωπεῖον, κοινῶς «προσωπίδα» Ἡσύχ. ἐν λέξ. προσωπεῖον.
Greek Monolingual
(I)
-ίδος, ἡ, ΜΑ
βλ. προσωπίδα.———————— (II)
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας μιμοζίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότατα αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. prosopis (< πρόσωπο].