κισσοστεφής

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσοστεφής Medium diacritics: κισσοστεφής Low diacritics: κισσοστεφής Capitals: ΚΙΣΣΟΣΤΕΦΗΣ
Transliteration A: kissostephḗs Transliteration B: kissostephēs Transliteration C: kissostefis Beta Code: kissostefh/s

English (LSJ)

ές, = foreg., Anacreont.46.5: κιττ-, Alciphr.3.48.

German (Pape)

[Seite 1443] ές, mit Epheu gekränzt; Anacr. 46, 5; Alciphr. 3, 48.

Greek (Liddell-Scott)

κισσοστεφής: -ές, = τῷ προηγ., Ἀνακρ. 49. 5· κιττ-, Ἀλκίφρ. 3. 48.

Greek Monolingual

-ές (Α κισσοστεφής και κιττοστεφής, -ές)
στεφανωμένος με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -στεφής (< στέφος), πρβλ. πυρι-στεφής, ροδο-στεφής].