βατίς
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
ίδος, ἡ, a flat fish, perh.
A skate or ray, Epich.59.1, 90.1, Ar. V.510, Hermipp.45.2, Arist.HA565a22, al. II bird that frequents bushes, possibly stone-chat, ib.592b17. III samphire, Crithmum maritimum, Plin.21.86, 174, Colum.12.7.
German (Pape)
[Seite 439] ίδος, ἡ, 1) eine stachliche Rochenart, Ar. Vesp. 510; Ath. VI, 228 f; vgl. βάτος. – 2) ein Strauch, Plin. 25, 15. – 3) ein Vogel, Arist. H. A. 8, 3.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰτίς: -ίδος, ἡ, εἶδος πλατέος ἰχθύος, Ἐπιχ. 68 Ahr., Ἀριστοφ. Σφηκ. 510, καὶ συχν. ἐν τῇ κωμῳδ., πρβλ. Ἀριστ. Ἱ.Ζ.6.10,9, 6.12.10· ἴδε βάτος. ΙΙ. πτηνὸν συχνάζον εἰς θάμνους, rubicola, Ἀριστ. Ἱ.Ζ.8.3,4. ΙΙΙ. φυτὸν συγγενὲς τῇ βάτῳ, Πλίν. 21.50 καὶ 101.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
propr. de buisson;
1 oiseau qui se tient sur les buissons (chardonneret ?);
2 sorte de raie à tubercules épineux, poisson;
3 sorte de plante épineuse.
Étymologie: βάτος¹.