ἐρίτμητος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A well-cut, ἱμάντες Opp.C. 4.106.
German (Pape)
[Seite 1031] gut geschnitten, ἱμάντες, Opp. Cyn. 4, 106.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίτμητος: -ον, καλῶς κεκομμένος, ἐριτμήτοισιν ἱμᾶσι Ὀππ. Κυν. 4. 106.
Greek Monolingual
ἐρίτμητος, -ον (Α)
αυτός που έχει κοπεί καλά («ἐρίτμητοι ἱμάντες», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -τμητός (< τέμνω)].