φιλόδουλος

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόδουλος Medium diacritics: φιλόδουλος Low diacritics: φιλόδουλος Capitals: ΦΙΛΟΔΟΥΛΟΣ
Transliteration A: philódoulos Transliteration B: philodoulos Transliteration C: filodoulos Beta Code: filo/doulos

English (LSJ)

ον,

   A loving slavery, φ. καὶ φιλοδέσποτοι J.BJ4.3.10.    II in good sense, loving one's slaves, δεσπότης Ph.1.126.

German (Pape)

[Seite 1279] Sklaven liebend, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόδουλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς δούλους ἢ τὴν δουλείαν, φιλόδουλος δεσπότης Φίλων τ. 1, σ. 126, 5· φιλόδουλοι δὲ καὶ φιλοδέσποτοι γεγόναμεν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 3, 10.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που του αρέσει να είναι δούλος
2. αυτός που αγαπά τους δούλους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + δοῦλος.