φιλόδουλος

English (LSJ)

φιλόδουλον,
A loving slavery, φ. καὶ φιλοδέσποτοι J.BJ4.3.10.
II in good sense, loving one's slaves, δεσπότης Ph.1.126.

German (Pape)

[Seite 1279] Sklaven liebend, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόδουλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς δούλους ἢ τὴν δουλείαν, φιλόδουλος δεσπότης Φίλων τ. 1, σ. 126, 5· φιλόδουλοι δὲ καὶ φιλοδέσποτοι γεγόναμεν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 3, 10.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που του αρέσει να είναι δούλος
2. αυτός που αγαπά τους δούλους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + δοῦλος.