ὁλόβραχυς
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
υ,
A consisting only of short syllables, πυρρίχιος Anecd.Stud.1.224.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόβραχυς: ὁ, ὁ ἐκ βραχεῶν μόνον συλλαβῶν συνιστάμενος, ὁλοβράχει ὄντι τῷ πυῥῥιχίῳ Ἀνώνυμ. γραμμ. παρὰ Nauck. ἐν Λεξ. Vindob. σ. 256.
Greek Monolingual
ὁλόβραχυς, -υ (Α)
αυτός που συνίσταται μόνο από βραχείες συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + βραχύς.