ἐξετάζω
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
fut. ἐξετάσω, rarely
A ἐξετῶ Isoc.9.34, cf. AB251: aor. ἐξήτασα Ar.Th.438, S.OC211 (lyr.), etc., Dor. ἐξήταξα Theoc.14.28: pf. ἐξήτακα Pl.Tht.154d, etc.:—Pass., fut. -ετασθήσομαι D.2.20: aor. -ητάσθην (v. infr.): pf. -ήτασμαι (v. sub fin.):—examine well or closely, scrutinize, review, ἐ. φίλους, ὅντιν' ἔχουσι νόον Thgn.1016, cf. Ar.l.c., etc.; τὴν ὑπάρχουσαν ξυμμαχίαν ἐ. Th.2.7; βίον αὐτοῦ πάντα ἐξετάσω D.21.21; ἐκ τοῦ εἰκότος ἐξετασθῆναι δεῖ τὸ πρᾶγμα Antipho 5.37; ἐ., opp. ὑπέχειν λόγον, Arist.Rh.1354a5; τὸ δι' ἀκριβείας -αζόμενον exactly weighed words, Pl.Tht.184c; ἐ. τι <διὰ> τῶν εἰδότων make inquiries into a thing from .., Plb.10.8.1: folld. by Relat., ἐ. ὅστις ἦν D.45.82; ἐ. τί καὶ πῶς λέγουσι Pl.Phdr.261a; ἐ. τινά, τίνος ἐστὶ γένους Epicr.11.17. 2 of troops, inspect, review, Th.7.33,35, etc.; στρατιώτας σὺν τοῖς ὅπλοις Hell.Oxy.10.1:—Pass., στρατὸς δὲ θάσσει κἀξετάζεται E.Supp.391, cf. Th.6.97. 3 ἐ. τὴν βουλήν, τὸ βουλευτικόν, = Lat. legere senatum, revise the roll of the Senate, D.C. 52.42, 54.13. 4 examine, approve, PRev.Laws40.19 (Pass., iii B. C.), etc. 5 pass in review, enumerate, ἁμαρτήματα ἀκριβῶς ἐ. Isoc.7.63, cf. D.20.52,58. II examine or question a person closely, Hdt.3.62, S.Aj.586, OC211; τινὰ περί τινος Pl.Phdr.258d; τινά τι Id.Grg.515b, X.Cyr.6.2.35; δικαίως αὐτὸν ἐξετάσω D.21.154, cf. 18.20; τὸν δεσπότην ὁ δοῦλος ἐξετάζει Id.45.76:—Pass., Men.Epit. 65. III estimate, τι πρός τι one thing with reference to another, D.6.7; πρὸς ἐκείνους ἐ. καὶ παραβάλλειν ἐμέ Id.18.314; ἰσοστάσιος ἦν ἡ πορφύρα πρὸς ἄργυρον ἐξεταζομένη Theopomp.Hist.114, cf. Jul.Or. 3.119a; ἐ. τινὰ παρ' ἄλληλα D.18.265, cf. Isoc.8.11; compare, πρὸς Ἀριστογείτονα ἐμαυτόν D.Ep.3.43. IV prove by scrutiny or test, of gold, Chilo 1 (Pass.); ἐ. τοὺς κακούς τε κἀγαθούς X.Oec.20.14; τοὺς χρησίμους D.34.38: c. part., ἐξητακὼς στερεοὺς ὑπάρχοντας τοὺς τόπους Plb.3.79.1:—more freq. in Pass., ἐὰν μὴ παρὼν ἐ. unless he is proved to have been present, Pl.Lg.764a; καὶ λέγων καὶ γράφων ἐξηταζόμην τὰ δέοντα D.18.173; ἐξήτασαι πεποιηκώς ib.197; ἐξετάζεσθαι φίλος (sc. ὤν) E.Alc.1011; ἐχθρὸς ἐξεταζόμενος D.21.65; κατήγορος Id.22.66; μέτριοι ἐν τοῖς ἀνηκέστοις Plu.2.74b; of things, τὰ φοβερὰ ἐξετασθήσεται μέχρι λόγου τοιαῦτα ὄντα D.H.6.63. V Pass., to be numbered, counted, c. gen., ὧν εἷς ἐγὼ βουληθεὶς ἐξετάζεσθαι And.4.2; τῶν ἐχθρῶν εἷς ἐξετάζεσθαι to be found in the number of .., D.19.291; μετὰ τῶν ἄλλων ἐξητάζετο he appeared among .., Id.18.217; ἔν τισι D.H.6.59; to be placed on a roll, ἐν τοῖς ἱππικοῖς among the Equites at Rome, Plu.Pomp.14; of the census, ἐξητάσθησαν αἱ πᾶσαι πεντεκαίδεκα [μυριάδες] Id.caes.55. 2 Pass., present oneself, appear, D.21.161; πρὸς τὸν ἄρχοντα . . οὐδέπω . . ἐξήτασται Id.37.46, cf. 18.277.
German (Pape)
[Seite 879] fut. ἐξετάσω, att. ἐξετῶ, B. A. 251, wie jetzt Isocr. 9, 34 gelesen wird; aor. dor. ἐξήταξα, Theocr. 14, 28; ausforschen, prüfen, ob Etwas wahr. gut, ächt sei, erproben; τινά, Theogn. 1010; μὴ κρῖνε, μὴ 'ξέταζε Soph. Ai. 583; neben ματεύω, O. C. 211; σοῖς κακοῖς ἠξίουν ἐξετάζεσθαι φίλος Eur. Alc. 1014; vom Mustern eines Heeres, στρατὸς θάσσει κἀξετάζεται Suppl. 391; so Thuc. 6, 97 u. Folgde; ἂν ἡ δύναμις τῆς πόλεως ἐξητασμένη καὶ παρεσκευασμένη ᾗ φανερά Dem. 14, 7; τὴν συμμαχίαν ἐξήταζον Thuc. 2, 7; πάσας εἰδέας ἐξήτασεν Ar. Th. 436; ἐξέταζε, τί καὶ πῶς λέγουσι Plat. Phaedr. 261 a; τὴν κολοκύντην ἐξήταζον, τίνος ἐστὶ γένους Epicrat. Ath. II, 59 v. 17; mit doppeltem acc., ἐάν τίς σε ταῦτα ἐξετάζῃ Gorg. 515 b; neben ἐλέγχω, Apol. 29 e; bei den Rednern = gerichtlich Einen verhören, selbst von der Folter, οἰκέτας ὑπὸ τῶν δεσποτῶν ἐξεταζομένους Dem. 45, 76; Pol. 15, 27, 7 ἐξετάσαι πᾶσαν προστιθέντα βάσανον; περί τινος, Plat. Legg. III, 685 a; τινὰ περί τινος, Einen worüber befragen, Phaedr. 258 d; – τινὰ πρός τινα, im Vergleich mit einem Andern Jemanden beurtheilen, abschätzen, πρὸς τοὺς ζῶντας τὸν ζῶντα ἐξέταζε Dem. 18, 318; πρὸς πλεονεξίαν τοὺς λογισμοὺς ἐξετάζων 6, 7 (wie Plut. Cat. min. 3 u. a. Sp.); ähnl. ἐξέτασον παρ' ἄλληλα τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα 18, 265; vgl. Isocr. 8, 11 u. von Sp. D. Hal. 2, 17. – An die Bdtg des Musterns reiht sich die des Aufzählens, πρώτους ἐξετάσαι τοὺς ἐκ Κορίνθου φυγόντας Dem. 20, 52, wie 58; pass., zu einer Zahl gerechnet werden, als Einer erfunden werden, καὶ τῶν ἐχθρῶν τῶν σῶν εἷς ἐξητάζετο Dem. 19, 291; oft c. partic., ἐὰν μὴ παρὼν ἐξετάζηται τοῖς ξυλλόγοις, falls es sich zeigt, daß er nicht dabei war, Plat. Legg. VI, 764 a; οὐδενὸς πώποτε τούτων ἐξητάσθης κατήγορος οὐδ' ἀγανακτῶν ὤφθης Dem. 22, 66; λέγων καὶ γράφων ἐξηταζόμην τὰ δέοντα, ich zeigte mich als Einen, der immer das Rechte sagte, 18, 173; ähnl. μετὰ τῶν μηδὲν ἠδικηκότων ἐξετάζεσθαι, unter den, d. h. als Einer, der Niemand Unrecht gethan hat, 19, 115; Sp., wie D. Hal. 6, 63; auch im act. mit partic., Pol. ἐξητακὼς στερεοὺς ὑπάρχοντας τοὺς τόπους 3, 79, 1; φίλων καὶ πελατῶν ἐν τοῖς ἀναγκαιοτάτοις 6, 59; μετὰ τοῦ Καίσαρος, von Cäsars Partei sein, Plut.; vom Census, sich zu einer Klasse rechnen lassen, ἐν τοῖς ἱππικοῖς Pomp. 14.