συγκαταφαγεῖν
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
aor. inf. of συγκατεσθίω.
German (Pape)
[Seite 966] aor. zu συγκατεσθίω.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταφᾰγεῖν: ἀπαρ. ἀόρ. τοῦ συγκατεσθίω.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 de συγκατεσθίω.