ὀνίδιον
From LSJ
English (LSJ)
[νῐ], τό, Dim. of ὄνος,
A little ass, Ar.V.1306. II v. ὀνίς.
German (Pape)
[Seite 347] τό, dim. von ὄνος, Eselchen, Ar. Vesp. 1306.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνίδιον: [νῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ ὄνος, «γαϊδουράκι», Ἀριστοφ. Σφ. 1306· πρβλ. ὀνίς.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ânon.
Étymologie: ὄνος.