παράρτημα
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything hanging at the side, amulet, appendage, Luc.Philops. 8. II dub. sens. in SIG2554.25 (Magn. Mae.).
German (Pape)
[Seite 497] τό, das daran. an der Seite Hangende, Luc. Philops. 8.
Greek (Liddell-Scott)
παράρτημα: τό, τὸ παραπλεύρως ἀνηρτημένον, περίαπτον, φυλακτήριον, Τζέτζ. Ἀλληγ. Ὁμ. 7.81, Λουκ. Φιλοψ. 8. ΙΙ. παράρτημα, πρόσθετον πρᾶγμα, Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 783Β.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
tout ce qu’on porte suspendu au côté.
Étymologie: παραρτάω.