κολυμβίς
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A diver, name of a bird, prob. grebe, Podiceps minor, Ar.Av.304, Arist.HA593b17, Alex.Mynd. ap. Ath.9.395d; cf. κολυμβάς 11.1: as Adj., κ. αἴθυιαι Arat.296.
German (Pape)
[Seite 1476] ίδος, ἡ, = κολυμβάς, eine Entenart; Ar. Av. 306, vgl. Ath. IX, 395 d; Arist. H. A. 8, 3.
Greek (Liddell-Scott)
κολυμβίς: -ίδος, ἡ, κολυμβῶσα, ὄνομα πτηνοῦ τινος δυτικοῦ, ἴσως ἡ ἀγρία νῆσσα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 304, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 15˙ πρβλ. κολυμβὰς ΙΙ. 1˙ ― ὡς ἐπίθ., κ. αἴθυιαι Ἄρατ. 296.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
plongeon, oiseau.
Étymologie: κόλυμβος.