τορευτικός

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορευτικός Medium diacritics: τορευτικός Low diacritics: τορευτικός Capitals: ΤΟΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: toreutikós Transliteration B: toreutikos Transliteration C: toreftikos Beta Code: toreutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, prop.

   A of or for metal-work, skilled therein: but Lat. toreutice, sculpture in general, Plin.HN34.54; opp. graphice (painting), ib. 35.77; cf. τορεύω 11, and v. τορνευτικός.

German (Pape)

[Seite 1130] zum τορευτής oder zur Verfertigung erhabener Arbeit, zum Bildschnitzen, Graviren gehörig, geschickt darin, ἡ τορευτική, sc. τέχνη, die Kunst, solche Arbeit zu verfertigen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τορευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τορείαν, ὁ ἔμπειρος τορείας, Κλήμ. Ἀλ. 330· - ἡ τορευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ τορεύειν, μάλιστα εἰς μέταλλον, Πλίν. 34. 19, § 1. 2., 35. 36, § 8· πρβλ. τορεύω ΙΙ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τορευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τορεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τόρευση ή στον τορευτή
2. το θηλ. ως ουσ. βλ. τορευτική.