ῥίνημα
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ], ατος, τό, (ῥινέω)
A that which is filed off, filings, in sg. and pl., χαλκοῦ Hp.Mul.1.78, Herod.7.81; ἀργύρου S.E.P.1.129; ἐλέφαντος τοῦ ὀδόντος Aret.CD2.13; πριστοῖσι λόγχης . . ῥινήμασιν E.Fr. 724. II an eyesalve, Gal.12.778.
German (Pape)
[Seite 844] τό, das Abgefeilte, die Feilspäne, Raspelspäne; Eur. frg.; χρυσοῦ, Hdn. 1, 7, 9; ἀργύρου, S. Emp. pyrrh. 1, 129. – Auch eine Art Pflaster, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ῥίνημα: τό, (ῥινέω) τὸ ἐκ τοῦ ῥινιζομένου πράγματος πῖπτον ψῆγμα, «ῥινίδι», ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθυντικῷ, χαλκοῦ Ἱππ. 626. 41· ἀργύρου Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 129, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 43· ἐλέφαντος τοῦ ὀδόντος Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 13· πριστοῖσι λόγχης ... ῥινήμασιν Εὐρ. Ἀποσπ. 725.
Greek Monolingual
το / (ῥινημα, ΝΑ [ῥινῶ (ΙΙ)]
το ρίνισμα
αρχ.
ονομασία κολλυρίου.