κορυμβώδης

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυμβώδης Medium diacritics: κορυμβώδης Low diacritics: κορυμβώδης Capitals: ΚΟΡΥΜΒΩΔΗΣ
Transliteration A: korymbṓdēs Transliteration B: korymbōdēs Transliteration C: korymvodis Beta Code: korumbw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A v.l. for κορυμβοειδής, Dsc.3.24.

Greek (Liddell-Scott)

κορυμβώδης: -ες, = κορυμβοειδής, Διοσκ. 3. 29.

Greek Monolingual

-ες (Α κορυμβώδης, -ῶδες) κόρυμβος
(για άνθος) διατεταγμένος κατά κορύμβους
νεοελλ.
1. (για φυτό) αυτός που έχει κορυμβώδη άνθη
2. (για δένδρα) αυτά τών οποίων οι κλάδοι έχουν διάταξη κορύμβου.