ἀπαυλίζομαι
From LSJ
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
English (LSJ)
aor. -ηυλίσθην,
A sleep or live away from, τῆς πόλεως D.H.8.87; ἀπὸ τῆς νύμφης Poll.3.39.
German (Pape)
[Seite 282] allein, abgesondert schlafen, wohnen, πόλεως, fern von der Stadt, D. Hal.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαυλίζομαι: ἀόρ. -ηυλίσθην: ἀποθ. : -κοιμῶμαι ἢ διαμένω μακρὰν ἀπό τινος, τῆς πόλεως Διον. Ἁλ. 8. 87.
Spanish (DGE)
pernoctar lejos de c. gen. τῆς πόλεως D.H.8.87
•ritualmente pernoctar lejos la víspera de la boda ἀπὸ τῆς νύμφης Poll.3.39.