μισητής
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
Full diacritics: μῑσητής | Medium diacritics: μισητής | Low diacritics: μισητής | Capitals: ΜΙΣΗΤΗΣ |
Transliteration A: misētḗs | Transliteration B: misētēs | Transliteration C: misitis | Beta Code: mishth/s |
οῦ, ὁ,
A hater, Gloss.
[Seite 190] ὁ, der Hasser.
μῑσητής: -οῦ, ὁ, (μισέω) ὁ μισῶν, Γλωσσ.
μισητής, Μ και μισηστής ὁ (ΑΜ) μισώ
αυτός που μισεί κάποιον, ο εχθρός.