προσχέω
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
English (LSJ)
fut.
A -χεῶ LXXLe.1.5:—pour to or on, LXX l.c., al., Luc. Sacr.9 (s. v.l.):—Med., pour water on oneself, Hp.Steril.230, Diocl. Fr.139; have poured on one, τὸ θερμόν Arist.Somn.Vig.457b14, cf. Pr.875a9:—Pass., Ph.2.242; προσεχύθη πρὸ τῶν οὔρων αἷμα Aret.SD 2.3. II metaph. in Pass., ὑπὸ τοῦ Χρυσίππου προσχυθεὶς ἀδολεσχίας deluged, Gal.5.318.
German (Pape)
[Seite 789] (s. χέω), dazu-, daran-, dabeigießen, Arist. u. Sp., pass. Luc. sacrif. 9. – Med. sich womit begießen, προσχεομένη καὶ καθαρὴν ἑαυτὴν ποιήσασα, Hippocr. (s. χέω), dazu-, daran-, dabeigießen, Arist. u. Sp., pass. Luc. sacrif. 9. – Med. sich womit begießen, προσχεομένη καὶ καθαρὴν ἑαυτὴν ποιήσασα, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
προσχέω: μέλλ. -χεῶ, χύνω πρός τι ἢ ἐπί τινος, Λουκ. περὶ Θυσ. 9, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3. ― Μέσ., χύνω ὕδωρ ἐπάνω μου, προσχεαμένη καὶ καθαρὴν ἑωυτὴν ποιήσασα Ἱππ. 683. 17, ὥσπερ τοῖς προσχεομένοις τὸ θερμὸν ἐξαίφνης φρίκη γίνεται, Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρήγ. 3, 21, Προβλ. 3. 26, 5, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
répandre sur;
Moy. προσχέομαι;
1 intr. répandre de l’eau sur soi, s’arroser;
2 tr. répandre sur.
Étymologie: πρός, χέω.